- πενταετηρίδα
- [-ις (-ίδος)] η пятилетие, пятилетний юбилей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… … Dictionary of Greek
πενταετηρίδα — η γιορτή στα πέντε χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενταετηρίδα — πενταετηρίς lustrum fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταετηρίδ' — πενταετηρίδα , πενταετηρίς lustrum fem acc sg πενταετηρίδι , πενταετηρίς lustrum fem dat sg πενταετηρίδε , πενταετηρίς lustrum fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
QUINQUENNALES Ludi — in honorem Homeri a Chiis olim editi sunt, exactô quôlibet quadrienniô, quibus Rhapsodorum agonem clebrabant, cum scarificiis et nummis eam in rem percussis. In nummis autem ΩΜΗΡΟΞ est sedens barbatus, diademate redimitus et plectrum manutenens:… … Hofmann J. Lexicon universale
πεμπέτηρις — ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. πενταετηρίδα … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενταετία — η, ΝΑ [πενταετής] χρονικό διάστημα πέντε ετών, πενταετηρίδα αρχ. 1. η ηλικία ή η ποσότητα τών πέντε 2. ο αριθμός πέντε … Dictionary of Greek
πενταετηρικός — ή, ό / πενταετηρικός και πεντετηρικός και πενθετηρικός, ή, όν, Α [πενταετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πενταετηρίδα ή αυτός που γίνεται κάθε πέντε χρόνια («πενταετηρικὸς ἀγών», Πλούτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντετηρικόν εισφορά για… … Dictionary of Greek
πρωκτοπεντετηρίς — ίδος, ἡ, Α η ανά πενταετία γιορτή τού πρωκτού, η πενταετηρίδα τής ακολασίας («ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντηρίδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + πεντετηρίς] … Dictionary of Greek